(γράφει
ὁ
Νέαρχος)
Ἡ
ἄσκησι
βίας, τόσῳ
σὲ
ἀτομικὸ
ὅσῳ
καὶ
σὲ
συλλογικὸ
ἐπίπεδο,
ἀποτελεῖ
τὴν
πιὸ
γενναία κατάφασι τοῦ
φαινομένου τῆς
ζωῆς.
Ὁ
ὀργανισμός
(μονάδα ἢ
ὁμάδα
ἀτόμων)
ποὺ
ἀσκεῖ
βία εἶναι
ὁ
κατ' ἐξοχήν
-ὑπὸ
βιολογικὴ
ἔποψι-
ὑγιὴς
ὀργανισμός.
Ἡ
βία μπορεῖ
νὰ
ἀσκῆται
διακριτῶς
βάσει κάποιου κώδικος δράσεως ἢ
καὶ
ἀδιακρίτως-τυφλά.
Ἡ
ἀδιάκριτη
βία εἶναι
ἡ
πιὸ
ἀγνὴ
καὶ
ἀκατέργαστη
μορφὴ
βίας, χωρὶς
αὐτὸ
νὰ
σημαίνῃ
ὅτι
εἶναι
καὶ
ἐξ
ὁρισμοῦ
ὠφελιμότερη.
Ἐκτὸς
ἀπὸ
τὴν
σωματικὴ
βία, ὑπάρχει
καὶ
ἡ
ψυχολογική, ἡ
ὁποία
δύναται νὰ
ἔχῃ
διάφορες ἐκφάνσεις
(συναισθηματική, ἠθική,
οἰκονομικὴ
κ.λπ.), ὅπως
καὶ ἡ διανοητική, γιὰ τὴν ὁποία ὅμως
θὰ μιλήσουμε σὲ ἄλλο κεφάλαιο.
Τὸ
σύμπαν ἐδημιουργήθη
διὰ
βιαίων κοσμογονικῶν
διαδικασιῶν·
ὁμοίως
καὶ
ἡ
ζωὴ
στὸν
πλανήτη. Ἡ
φυσικὴ
ἐπιλογὴ,
διὰ
τῆς
ἐπιβιώσεως
καὶ
ἐπικρατήσεως
τῶν
πιὸ
προσαρμοστικῶν
ζωϊκῶν
εἰδῶν,
εἶναι
ἕνας
ἀμείλικτος
βιολογικὸς
μηχανισμὸς
ποὺ
ἐδράζεται
κυρίως στὴν
βία, εἴτε
αὐτὴ
ἦναι
πρωτογενὴς
εἴτε
δευτερογενής (δῆλα
δὴ
ἀμυντική).
Τὸ
ἄρρεν,
ἰδίως
στὸν
ἄνθρωπο
καὶ
τὰ
λοιπὰ
πρωτεύοντα, εἶναι
γενετικῶς
προγραμματισμένο καὶ
φυσιολογικῶς
κατεσκευασμένο γιὰ
νὰ
ἀσκῇ
βία. Πλημμυρισμένο μὲ
τὴν
ὁρμόνη
τῆς
ἐπιθετικότητος
(τεστοστερόνη) καὶ
μὲ
ἕνα
μυϊκὸ
σύστημα ἀσύγκριτα
δυνατότερο ἀπὸ
αὐτὸ
τοῦ
θήλεος, εἶναι
ἐπιφορτισμένο
ἀπὸ
τὴν
φύσι νὰ
ἄρχῃ
βιαίως ἐπὶ
τοῦ
ἀδυνάμου
φύλου, ἀλλὰ
καὶ
νὰ
ἀνταγωνίζεται
τὰ
ὁμόφυλα
ἄτομα
γιὰ
τὴν
νομὴ
τῆς
ἐξουσίας
καὶ
τὴν
ἀπόκτησι
ὑλικῶν
πόρων. Ὅποιος
ἄνδρας
ἐνστερνίζεται
εἰρηνιστικὲς
ἀπόψεις,
ἀπορρίπτοντας
οὕτως
τὴν
χρῆσι
βίας, ἀντιστρατεύεται
τὴν
ἴδια
του τὴν
φύσι καί, ὡς
ἐκ
τούτου, δύναται εὐλόγως
νὰ
χαρακτηρισθῇ
ἀνώμαλος
καὶ
ἐλαττωματικός.
Ἡ
ἄσκησι
βίας αὐξάνει
τὴν
ζωτικότητα καὶ
μαχητικότητα τοῦ
θύτου (ἀτόμου
ἢ
ὁμάδος
ἀτόμων),
μὲ
τὴν
προϋπόθεσι, ὅμως,
ὅτι
δὲν
συνοδεύεται ἀπὸ
ἐνοχές.
Ἕνα
ἄτομο/ὁμάδα/ἔθνος/φυλή
(ὅπως
καὶ
κάθε ζωϊκὸ
εἶδος
ἢ
ῥάτσα)
δικαιοῦται
νὰ
προσπαθῇ
νὰ
ἐπεκτείνῃ
τὸν
ζωτικό του χῶρο
εἰς
βάρος τῶν
ἀνταγωνιστῶν
του χωρὶς
ἐνδοιασμοὺς
ἢ
αἰσθήματα
οἴκτου,
διότι ἡ
ἴδια
ἡ
ἐξέλιξι
τῶν
εἰδῶν
συντελεῖται
κυρίως μέσῳ
αὐτῆς
τῆς
ἀκατάπαυστης
διαμάχης ὅλων
ἐναντίον
ὅλων.
Γιὰ
νὰ
καταφέρῃ
ἕνας
ἄνθρωπος
νὰ
ἐναρμονισθῇ
πλήρως μὲ
τὴν
ἀνωτέρω
φυσικὴ
πραγματικότητα, εἶναι
ἀπαραίτητο
προηγουμένως νὰ
ἔχῃ
ἀπαλλαγῇ
ἀπὸ
τὰ
δεσμὰ
τῆς
ἠθικῆς.
Τὰ
δυϊστικὰ
ζεύγη καλό-κακό, δίκαιο-ἄδικο,
ἠθικό-ἀνήθικο,
ὅπως
καὶ
ἄπασες
οἱ
ἠθικὲς
ἀξιολογήσεις
καὶ
τὰ
ἠθικὰ
συστήματα, εἶναι
συμβατικὲς
ἐπινοήσεις
τοῦ
ἀνθρωπίνου
ἐγκεφάλου,
οἱ
ὁποῖες
ἐχρησίμευσαν
ἀφ'
ἑνὸς
γιὰ
τὴν
προαγωγὴ
τῆς
κοινωνικῆς
ὀργανώσεως
καὶ
συμβιώσεως καὶ
ἀφ'
ἑτέρου
γιὰ
τὴν
χαληναγώγησι τοῦ
ὑπαρξιακοῦ
στρές. Ἂς
ἐξηγήσουμε
λίγο τὸ
δεύτερο: Ὁ
μέσος ἄνθρωπος,
ἀδυνατῶντας
νὰ
διανοηθῇ
καὶ
ἀποδεχθῇ
ὅτι
ἡ
ζωή του δὲν
ἐξυπηρετεῖ
κανέναν ἀνώτερο
κοσμικὸ
σκοπό, ἀλλὰ
ἀποτελεῖ
ἀπλῶς
ἕνα
τυχαῖο,
βιοχημικὸ
φαινόμενο χωρὶς
κάποιο βαθύτερο νόημα καὶ
προκειμένου νὰ
ἀποφύγῃ
τίς -δύσκολα διαχειρίσιμες ἀπὸ
ψυχολογικὴ
ἄποψι-
λογικὲς
συνεπαγωγὲς
μιᾶς
τέτοιας παραδοχῆς,
ἐπιλέγει
νὰ
υἱοθετήσῃ
ἕναν
ἠθικὸ
κώδικα (π.χ. τὸ
ἀξιακὸ
σύστημα μιᾶς
θρησκείας ἢ
μιᾶς
κοσμικῆς
ἰδεολογίας,
ὅπως
ὁ
ἀνθρωπισμὸς
ἢ
ἡ
οἰκολογία),
γιὰ
νὰ
νοηματοδοτήσῃ
τὴν
ὕπαρξί
του. Μόνον ἕνας
γενετικῶς
ἀνώτερος
ἄνθρωπος
ἔχει
τὴν
δυνατότητα νὰ
ἐνστερνισθῇ
τὴν
ὡμὴ
ἀλήθεια
γιὰ
τὸ
φαινόμενο τῆς
ζωῆς
καὶ
νὰ
διαγάγῃ,
μὲ
αὐτὴν
τὴν
ἐπίγνωσι,
ἰσορροπημένο
βίο, ἐνῷ
ἀντιθέτως,
λόγου χάριν, οἱ
περισσότεροι ἄθεοι
(ποὺ
εἶναι
ὡς
ἐπὶ
τὸ
πλεῖστον
ἀριστερίστικης/ἀνθρωπιστικῆς
ἀποκλίσεως)
τείνουν σαφῶς
νὰ
γίνωνται ἀπαισιόδοξοι,
μανιοκαταθλιπτικοὶ
καὶ
ψυχολογικῶς
ἀσταθεῖς/εὐάλωτοι.
Πρέπει νὰ
ἀνήκῃ
κάποιος στὴν
φυσικὴ
ἀριστοκρατία,
γιὰ
νὰ
μπορῇ
νὰ
ζῇ
ὑγιῶς
καὶ
εὐθύμως
χωρὶς κάποιο μεταφυσικό,
ψυχολογικὸ
στήριγμα καὶ
χωρὶς
πίστι σὲ
κάποιο σύστημα ἠθικῆς.
Ἐπιστρέφουμε
στὴν
περίπτωσι τῆς
διακριτικῆς
βίας: αὐτὸ
σημαίνει ὅτι
κάποιος δικαιολογεῖ
συνειδητῶς
τὴν
χρῆσι
βίας καὶ
προβαίνει στὴν
ἄσκησί
της γιὰ
συγκεκριμένους λόγους, ἔναντι
συγκεκριμένων ἀτόμων
καὶ
μὲ
ὡρισμένη
ἔντασι.
Αὐτὸς
ὁ
κώδικας δράσεως ποικίλλει ἀπὸ
ἄνθρωπο
σὲ
ἄνθρωπο
καὶ
ἔχει
ἀμιγῶς
συμβατικὴ
ἀξία,
ἀφοῦ
δὲν
στηρίζεται στὸν
ἀναμφισβήτητο
νόμο κάποιου ὑπερφυσικοῦ
ὄντος-αὐθεντίας
ποὺ
τὸν
ἐθέσπισε,
ἀλλὰ
ἀποτελεῖ
προϊὸν
ὑποκειμενικῆς-προσωπικῆς
προτιμήσεως συναρτωμένης πρὸς
τὶς
φυσικές-γενετικὲς
προδιαθέσεις ἑκάστου.
Ἐξετάζοντας
τὸ
ζήτημα ἀπὸ
ἀκραιφνῶς
ἐξελικτικὴ
σκοπιά, δυνάμεθα νὰ
ὑποστηρίξουμε
ὅτι
κάθε προσωπικὸς
κώδικας δράσεως ποὺ
λειτουργεῖ
εὐεργετικὰ
καὶ
πρὸς
ὄφελος
τοῦ
φορέως του (δῆλα
δὴ
τοῦ
ἑκάστοτε
ἀτόμου
ποὺ
τὸν
ἀσπάζεται
καὶ
τὸν
ἐφαρμόζει),
κρίνεται ἐπιτυχημένος
καὶ
ἀποτελεσματικός.
Ἐπαναλαμβάνουμε,
φυσικά, ὅτι
ἕκαστος
κώδικας ἀξιολογεῖται
ἐξατομικευμένα
καὶ
ὄχι
καθολικῶς,
καθότι ὅλοι
εἶναι
συμβατικοὶ
καὶ
ἐπειδὴ
κάθε ἄνθρωπος
ἔχει
διαφορετικὴ
ἰδιοσυγκρασία,
κοσμοαντίληψι καὶ
νοοτροπία.
Κλείνοντας
αὐτὴν
τὴν
συνοπτικὴ
θέσι, ἀξίζει
νὰ
γίνῃ
ξεχωριστὸς
λόγος γιὰ
τὴν
ἐθνικιστικὴ
καὶ
φυλετικὴ
βία. Στὶς
περιπτώσεις συλλογικῆς-ὁμαδικῆς
βίας, ὁ
κώδικας δράσεως τοῦ
ἡγέτου
ἢ
τῆς
ἡγετικῆς
ὁμάδος
ἐπιβάλλεται
στοὺς
ἀκολούθους
καὶ
ἄρα
ἡ
ἄσκησι
βίας ἐκδηλοῦται
σὲ
μεγάλο βαθμὸ
ὁμοιογενῶς,
διὸ
καὶ
ἔχει
ἐνισχυμένη
ἔντασι
καὶ
ἀποτελεσματικότητα.
Ἡ
ἔνοπλη
βία ἐν
καιρῷ
πολέμου δύναται (ἂν
αὐτὸ
κρίνεται ἀβλαβὲς
γιὰ
τὸ
ἔθνος)
νὰ
παρακάμπτῃ
αἰχμαλώτους
καὶ
ἀμάχους
(γυναῖκες,
παιδιά, ἡλικιωμένους
κ.λπ.) τῆς
ἰδίας
φυλῆς,
δῆλα
δὴ
ἀρίων
Λευκῶν.
Πρὸς
τοὺς
μὴ
λευκοὺς
δὲν
συντρέχει κανένας λόγος διακριτικῆς
βίας. Μποροῦν
νὰ
στοχοποιοῦνται
ὅλοι
ἀνεξαρτήτως
ἡλικίας,
φύλου καὶ
ἠθικῆς
ποιότητος. Εἶναι
θεμιτὴ
ἀκόμη
καὶ
ἡ
συστηματικὴ γενοκτονία
ἢ
καὶ
ἡ
πλήρης ἐξαφάνισι
ἑνὸς
μὴ
λευκοῦ
ἔθνους
(π.χ. μὲ
ὅπλα
μαζικῆς
καταστροφῆς),
διότι αὐτὴ
καθ' ἑαυτὴν
ἡ
ἄσκησι
φυλετικῆς-ῥατσιστικῆς
βίας ἀναζωογονεῖ
καὶ
ἐκγυμνάζει
τὴν
φυλή, καθιστῶντας
τὴν
ἐξελικτικῶς
ἰσχυρότερη.
Τὸ
αὐτὸ
ἰσχύει
καὶ
γιὰ
τὴν
περίπτωσι εἰσβολῆς
ἀλλοφύλων
λαθρομεταναστῶν
(ἰδίως
μουσουλμανικοῦ
θρησκεύματος ἢ
φυλῆς
μὲ
ἐγνωσμένη,
φυσικὴ
προδιάθεσι στὸ
στυγερὸ
ἔγκλημα,
ὅπως,
π.χ., οἱ
-μογγολιδικῆς
ἐπιμειξίας-
Ἀλβανοὶ
καὶ
Γεωργιανοί) σὲ
κράτη Λευκῶν.
Ὁμοίως,
ἀδιάκριτη
βία εἶναι
θεμιτὸ
νὰ
ἀσκῆται
καὶ
ἐναντίον
Ἑβραίων,
Τσιγγάνων, ὁμοφυλοφίλων,
Τεκτόνων, ἀνιάτων
βαρέως ψυχοπαθῶν,
παιδεραστῶν
καὶ
ἀτόμων
πάσης ἰδεολογίας
μὲ
διαπιστωμένη ἀντεθνικὴ
δρᾶσι.